larus
Λατινικά (la) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- larus < αρχαία ελληνική λάρος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *leh₂-
Ουσιαστικό επεξεργασία
larus (la)
Κλίση επεξεργασία
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | larus | larī |
γενική | larī | larōrum |
δοτική | larō | larīs |
αιτιατική | larum | larōs |
κλητική | lare | larī |
αφαιρετική | larō | larīs |
Πηγές επεξεργασία
- larus - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.