πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική konewka konewki
γενική konewki konewek
δοτική konewce konewkom
αιτιατική konew konewki
οργανική konew konewkami
τοπική konewce konewkach
κλητική konewko konewki

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

konewka (pl) θηλυκό