πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική klika kliki
γενική kliki kliek
δοτική klice klikom
αιτιατική klikę kliki
οργανική kliką klikami
τοπική klice klikach
κλητική kliko kliki

Ουσιαστικό

επεξεργασία

klika (pl) θηλυκό

Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

klika (pl)

  • γ' ενικό πρόσωπο του ρήματος klikać