kit
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- kit (για τη θήκη εργαλείων) < (κληρονομημένο) μέση αγγλική kyt < μέση ολλανδική kitte < άγνωστης ετυμολογίας
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- kit < (άμεσο δάνειο) αγγλική kit
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Βοσνιακά (bs)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Σλοβενικά (sl)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
kit (sl) αρσενικό