kit
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
kit (en)
- κιτ, σετ συναρμολόγησης (παιχνίδι, έπιπλο, ... το οποίο παραδίδεται σε κομμάτια)
- γατάκι (συντομευμένη μορφή του kitten)
- (ΗΒ) (αργκό) ρούχο
Γαλλικά (fr) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
kit (fr)
- κιτ, κάτι έτοιμο να συναρμολογηθεί (παιχνίδι, έπιπλο, ...).
Βοσνιακά (bs)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
kit (bs)
Σλοβενικά (sl) Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
kit (sl) αρσενικό