Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κιτ < (άμεσο δάνειο) αγγλική kit < μέση ολλανδική kitte

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈkit/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κιτ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κιτ ουδέτερο άκλιτο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία