iterator
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
iterator (en)
- (κυριολεκτικά) κάποιος ή κάτι που επαναλαμβάνει
- (προγραμματισμός) υποπρόγραμμα που σαρώνει το ένα μετά το άλλο τα στοιχεία ενός σειραϊκού (sequential) τύπου δεδομένων
- (αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός) αντικείμενο που δημιουργείται από ένα iterable αντικείμενο και μπορεί να σαρώσει το ένα μετά το άλλο τα στοιχεία (αντικείμενα) που περιέχει το iterable αντικείμενο. Περιέχει πάντα μία μέθοδο που επιστρέφει το επόμενο (next) στη σειρά στοιχείο του iterable
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- iterator στην αγγλική Βικιπαίδεια
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ (αγγλικά) «Python Iterators». Προσπέλαση 2020-03-25