Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈɪtəɹeɪt/ & /ˈaɪtəɹeɪt/

iterate (en)

  1. επαναλαμβάνω
  2. (πληροφορική) επαναλαμβάνω κάποια επεξεργασία χρησιμοποιώντας το ένα μετά το άλλο τα στοιχεία ενός σειραϊκού (sequential) τύπου δεδομένων

Συγγενικά

επεξεργασία