iterate
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
iterate (en)
- επαναλαμβάνω
- (πληροφορική) επαναλαμβάνω κάποια επεξεργασία χρησιμοποιώντας το ένα μετά το άλλο τα στοιχεία ενός σειραϊκού (sequential) τύπου δεδομένων
iterate (en)