iterable
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαiterable (en)
- αυτό που μπορεί να επαναλαμβάνεται
- (πληροφορική) κάθε σειραϊκός (sequential) τύπος δεδομένων, που επιτρέπει την ανάκτηση του ν-οστού στοιχείου του με τη χρήση δείκτη (π.χ. πίνακας), ώστε να μπορεί να επιτευχθεί επανάληψη (iteration) με τη χρήση βρόχου (looping)
- (αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός) αντικείμενο που περιέχει σειριακή (sequential) συλλογή αντικειμένων και είναι εφοδιασμένο με μία μέθοδο η οποία μπορεί να κατασκευάσει έναν iterator