Ετυμολογία

επεξεργασία
interrelated < inter- + related

Ρηματικός τύπος

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός interrelated
συγκριτικός more interrelated
υπερθετικός most interrelated

interrelated (en)

  1. συγγενικός
     συνώνυμα: related
  2. αλληλένδετος

Συγγενικά

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία