interrelated
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | interrelated |
συγκριτικός | more interrelated |
υπερθετικός | most interrelated |
interrelated (en)