intermediate
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | intermediate |
συγκριτικός | more intermediate |
υπερθετικός | most intermediate |
intermediate (en)
- ενδιάμεσος, μέσος, που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο μέρη, πράγματα, καταστάσεις κτλ.
- ⮡ intermediate time period - ενδιάμεσο χρονικό διάστημα
- ⮡ the intermediate stations - οι ενδιάμεσοι σταθμοί
- ⮡ The waste should be considered as a low or intermediate level of radioactivity.
- Τα απόβλητα θα πρέπει να θεωρούνται ως χαµηλής και µέσης ραδιενέργειας.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη intermediary
- ενδιάμεσος, μέσος, που έχει περισσότερες από βασικές γνώσεις για κάτι αλλά δεν είναι ακόμα προχωρημένος· που είναι κατάλληλο για κάποιον που βρίσκεται σε αυτό το επίπεδο
- ⮡ an intermediate level - ένα ενδιάμεσο επίπεδο
- ⮡ These new job positions will require worker with high and intermediate level skills.
- Αυτές οι νέες θέσεις εργασίας θα απαιτήσουν εργαζομένους υψηλών και μέσων προσόντων.