intereso
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | intereso | interesoj |
αιτιατική | intereson | interesojn |
intereso (eo)
- το ενδιαφέρον
- η χρησιμότητα
- το κέρδος
- η τάση προς, η κλίση
interesso (ιντερέσο τό) = κέρδος, συμφέρον: «Αυτός κοιτάζει πολύ το ιντερέσο του»