ενεστώτας insinuate
γ΄ ενικό ενεστώτα insinuates
αόριστος insinuated
παθητική μετοχή insinuated
ενεργητική μετοχή insinuating

insinuate (en)

  1. (συνήθως κακόσημο) υπαινίσσομαι, αφήνω να εννοηθεί, υποδηλώνω εμμέσως ότι κάτι δυσάρεστο ισχύει
    ⮡  What are you insinuating?
    Τι υπαινίσσεστε;
    ⮡  He insinuated to me that you are a liar.
    Με άφησε να εννοήσω ότι είσαι ψεύτης.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη allude
  2. (επίσημο, κακόσημο) κερδίζω επιτήδεια, χώνομαι με πανουργία, έχω επιτυχία να κερδίσω τον σεβασμό, την εμπιστοσύνη κάποιου, κτλ. ώστε να μπορώ να χρησιμοποιήσω την κατάσταση προς όφελός μου
    ⮡  He insinuated himself into her favor.
    Κέρδισε επιτήδεια την εύνοιά της.
    ⮡  He insinuated himself into their family.
    Χώθηκε με πανουργία μέσ' στην οικογένειά τους.
     συνώνυμα: worm into
  3. (επίσημο) μετακινώ σιγά το σώμα μου ή ένα μέλος μου και το τοποθετώ κάπου