worm into
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | worm into |
γ΄ ενικό ενεστώτα | worms into |
αόριστος | wormed into |
παθητική μετοχή | wormed into |
ενεργητική μετοχή | worming into |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαworm into (en)
- (+oneself ή one's way, κακόσημο) σιγά-σιγά κατακτώ, κερδίζω την εμπιστοσύνη κάποιου, για να αποκτήσω κάποιο πλεονέκτημα