ενεστώτας worm into
γ΄ ενικό ενεστώτα worms into
αόριστος wormed into
παθητική μετοχή wormed into
ενεργητική μετοχή worming into

  Ετυμολογία

επεξεργασία
worm into < → δείτε τις λέξεις worm και into

worm into (en)

  • (+oneself ή one's way, κακόσημο) σιγά-σιγά κατακτώ, κερδίζω την εμπιστοσύνη κάποιου, για να αποκτήσω κάποιο πλεονέκτημα
    ⮡  He wormed himself into her favor./He wormed his way into her favor.
    Σιγά-σιγά κατέκτησε την εύνοιά της.
     συνώνυμα: insinuate