worm
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
worm | worms |
worm (en)
- (ζωολογία) το σκουλήκι
- ⮡ an earthworm - σκουλήκι της γης
- (πληροφορική) το σκουλήκι, κακόβουλο λογισμικό (malware) σε δίκτυο υπολογιστών [1]
- → δείτε το υπερώνυμο malware
- (συνήθως ενικός, ανεπίσημο, κακόσημο) το σκουλήκι, ένα άτομο που δεν μου αρέσει ή δεν σέβομαι, ειδικά επειδή έχει κακό χαρακτήρα και δεν συμπεριφέρεται καλά στους άλλους ανθρώπους
- ⮡ He’s a repulsive worm.
- Είναι σιχαμένο σκουλήκι.
- ⮡ He’s a repulsive worm.
Σύνθετα
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | worm |
γ΄ ενικό ενεστώτα | worms |
αόριστος | wormed |
παθητική μετοχή | wormed |
ενεργητική μετοχή | worming |
worm (en)
- (+one's way) χώνομαι, προχωρώ σιγά και αθόρυβα, ειδικά για να περάσω από ένα στενό ή πολυάνθρωπο μέρος
- ⮡ He wormed his way through an opening in the fence.
- Χώθηκε μέσα από ένα άνοιγμα στο φράχτη.
- ⮡ He wormed his way through an opening in the fence.
Παράγωγα
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Άγγελος Κυρίτσης, Τι διαφορά έχει ένας ιός υπολογιστή, ένα trojan, ένα spyware και τα υπόλοιπα malware?, από pcsteps.gr. Δημοσίευση 2013-11-05. Αρχειοθέτηση 2017-07-16. Προσπέλαση 2020-08-19.
Πηγές
επεξεργασία- worm (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- worm (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 982. ISBN 9780194325684., λήμμα: χώνω