ενεστώτας worm out of
γ΄ ενικό ενεστώτα worms out of
αόριστος wormed out of
παθητική μετοχή wormed out of
ενεργητική μετοχή worming out of

  Ετυμολογία

επεξεργασία
worm out of < → δείτε τις λέξεις worm, out και of

worm out of (en)

  • (ανεπίσημο) ξεκολλώ, εκμαιεύω κάτι από κάποιον με επίμονες ερωτήσεις
    ⮡  I wormed the secret out of him.
    Του ξεκόλλησα το μυστικό.