horreum
Λατινικά (la) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- horreum < αρχαία ελληνική ὡρεῖον
Ουσιαστικό επεξεργασία
horreum ουδέτερο
Κλίση επεξεργασία
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | horreum | horrea |
γενική | horreī | horreōrum |
δοτική | horreō | horreīs |
αιτιατική | horreum | horrea |
κλητική | horreum | horrea |
αφαιρετική | horreō | horreīs |