πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική giełda giełdy
γενική giełdy giełd
δοτική giełdzie giełdom
αιτιατική giełdę giełdy
οργανική giełdą giełdami
τοπική giełdzie giełdach
κλητική giełdo giełdy

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

giełda (pl) αρσενικό