gastejo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- gastejo < gasto (καλεσμένος, επισκέπτης) + ejo (τόπος, χώρος)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | gastejo | gastejoj |
αιτιατική | gastejon | gastejojn |
gastejo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | gastejo | gastejoj |
αιτιατική | gastejon | gastejojn |
gastejo (eo)