junulgastejo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | junulgastejo | junulgastejoj |
αιτιατική | junulgastejon | junulgastejojn |
junulgastejo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | junulgastejo | junulgastejoj |
αιτιατική | junulgastejon | junulgastejojn |
junulgastejo (eo)