flamiĝema
(Ανακατεύθυνση από flamigxema)
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | flamiĝema | flamiĝemaj |
αιτιατική | flamiĝeman | flamiĝemajn |
flamiĝema (eo)
- εύφλεκτος, που αναφλέγεται εύκολα
Άλλες γραφές
επεξεργασία- flamighema στο H-sistemo
- flamigxema στο X-sistemo