Ετυμολογία

επεξεργασία

Πρόσφυμα

επεξεργασία

-em- (eo)

  • δείχνει κάποια τάση, κλίση ή κάποια έμφυτη ευκολία για κάτι

Παράγωγα

επεξεργασία