februum
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- februum < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dʰu̯es-ro (κάθαρση με καπνό) < *dʰewh₂- (καπνός, ομίχλη)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαfebruum ουδέτερο
Κλίση
επεξεργασίααριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | februum | februa |
γενική | februī | februōrum |
δοτική | februō | februīs |
αιτιατική | februum | februa |
κλητική | februum | februa |
αφαιρετική | februō | februīs |