Ετυμολογία

επεξεργασία
februa < februum

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

februa ουδέτερο, πληθυντικός

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική
-
februa
γενική
-
februōrum
δοτική
-
februīs
αιτιατική
-
februa
κλητική
-
februa
αφαιρετική
-
februīs
(β' κλίση)