esperplena
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | esperplena | esperplenaj |
αιτιατική | esperplenan | esperplenajn |
esperplena (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | esperplena | esperplenaj |
αιτιατική | esperplenan | esperplenajn |
esperplena (eo)