Πολωνικά (pl) επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική dotacja dotacje
γενική dotacji dotacji(/dotacyj)
δοτική dotacji dotacjom
αιτιατική dotac dotacje
οργανική dotac dotacjami
τοπική dotacji dotacjach
κλητική dotacjo dotacje

  Ουσιαστικό επεξεργασία

dotacja (pl) θηλυκό