Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

disputo < disput + -o

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική disputo disputoj
αιτιατική disputon disputojn

disputo (eo)


Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

disputo < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

disputo (la) (disputō1, disputāvī, disputātum, disputāre)

  1. μιλώ για, συζητώ
  2. πραγματεύομαι
  3. εκτιμώ, υπολογίζω


Κλίση επεξεργασία