ενικός         πληθυντικός  
disgrâce disgrâces

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

disgrâce (fr) θηλυκό

  1. η δυσμένεια
     συνώνυμα: déchéance, décri, défaveur
  2. (παρωχημένο) το ατύχημα, η ατυχία
     συνώνυμα: détresse, infortune, malheur
  3. η έλλειψη χάρης

Συγγενικά

επεξεργασία