Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
disgrâce
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
disgrâce
disgrâces
Ουσιαστικό
επεξεργασία
disgrâce
(fr)
θηλυκό
η
δυσμένεια
≈
συνώνυμα
:
déchéance
,
décri
,
défaveur
(
παρωχημένο
) το
ατύχημα
, η
ατυχία
≈
συνώνυμα
:
détresse
,
infortune
,
malheur
η
έλλειψη
χάρης
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
disgrâcier