denaro
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- denaro < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | denaro | denaroj |
αιτιατική | denaron | denarojn |
denaro (eo)
- το δηνάριο
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
denaro | denari |
denaro (it)