débilitant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | débilitant | débilitants |
θηλυκό | débilitante | débilitantes |
Επίθετο
επεξεργασίαdébilitant (fr) αρσενικό
- που προκαλεί εξασθένιση
- αποκαρδιωτικός
- (φιλικά) αποβλακωτικός
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | débilitant | débilitants |
θηλυκό | débilitante | débilitantes |
débilitant (fr) αρσενικό