Ετυμολογία

επεξεργασία
copulativus < copulatus + -ivus < cōpulō

  Επίθετο

επεξεργασία

cōpulātīvus, -a, -um

ενικός πληθυντικός
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική copulativus copulativa copulativum copulativī copulativae copulativa
γενική copulativī copulativae copulativī copulativōrum copulativārum copulativōrum
δοτική copulativō copulativae copulativō copulativīs copulativīs copulativīs
αιτιατική copulativum copulativam copulativum copulativōs copulativās copulativa
κλητική copulative copulativa copulativum copulativī copulativae copulativa
αφαιρετική copulativō copulativā copulativō copulativīs copulativīs copulativīs
(Επίθετα) (Μετοχές) (Αντωνυμίες) (Γερουνδιακά)

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη copulo

Δείτε επίσης

επεξεργασία