παραθετικά
θετικός considerate
συγκριτικός more considerate
υπερθετικός most considerate

  Επίθετο

επεξεργασία

considerate (en)

  • ευγενικός, διακριτικός, αβρός, που σκέφτεται πάντα τις επιθυμίες και τα συναισθήματα των άλλων· που προσέχει να μην προσβάλει ή στενοχωρήσει τους άλλους
    ⮡  It was very considerate of you to remember my birthday.
    Ήταν πολύ ευγενικό εκ μέρους σας να θυμηθείτε τα γενέθλιά μου.
    ⮡  He is a very considerate person, he never asks questions that may put you in an awkward position.
    Είναι πολύ διακριτικός άνθρωπος, ποτέ δεν κάνει ερωτήσεις που μπορεί να σε φέρουν σε δύσκολη θέση.
    ⮡  His considerate gesture of offering his seat was impressive.
    Η αβρή κίνηση του να προσφέρει τη θέση του ήταν εντυπωσιακή.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη thoughtful