ενικός         πληθυντικός  
congestion congestions

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

congestion (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  1. συμφόρηση
  2. συνωστισμός
  3. (μη μετρήσιμο) το κυκλοφοριακό, το μποτιλιάρισμα, κυκλοφοριακή συμφόρηση, το πρόβλημα που δημιουργείται από την κυκλοφορία πολλών οχημάτων
    For thirty five years, the state has been searching for a solution to (traffic) congestion.
    Τριάντα πέντε χρόνια το κράτος ψάχνει λύση για το κυκλοφοριακό.
    Congestion often happens during the hours of peak traffic.
    Συχνά μποτιλιαρίσματα συμβαίνουν κατά τις ώρες της κυκλοφοριακής αιχμής.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη traffic jam



      ενικός         πληθυντικός  
congestion congestions

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

congestion (fr) θηλυκό

  1. η συμφόρηση, η υπεραιμία
  2. (μεταφορικά) η συρροή, η παρεμπόδιση

Συγγενικά

επεξεργασία