congestion
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
congestion | congestions |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcongestion (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- (μη μετρήσιμο) η κυκλοφοριακή συμφόρηση, το κυκλοφοριακό, το μποτιλιάρισμα, το πρόβλημα που δημιουργείται από την κυκλοφορία πολλών οχημάτων
- ⮡ The municipality restructured its transportation network to reduce traffic congestion.
- Ο δήμος αναδιάρθρωσε το δίκτυο μεταφορών του για να μειώσει την κυκλοφοριακή συμφόρηση.
- ⮡ For thirty five years, the state has been searching for a solution to (traffic) congestion.
- Τριάντα πέντε χρόνια το κράτος ψάχνει λύση για το κυκλοφοριακό.
- ⮡ Congestion often happens during the hours of peak traffic.
- Συχνά μποτιλιαρίσματα συμβαίνουν κατά τις ώρες της κυκλοφοριακής αιχμής.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη traffic jam
- ⮡ The municipality restructured its transportation network to reduce traffic congestion.
- (ιατρική) η συμφόρηση
- ⮡ pulmonary congestion - πνευμονική συμφόρηση
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
congestion | congestions |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcongestion (fr) θηλυκό
- η συμφόρηση, η υπεραιμία
- (μεταφορικά) η συρροή, η παρεμπόδιση