compitalia
Λατινικά (la)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- compitalia < compitalis < compitum < competo < cum + peto < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή peth₂- (πέφτω, πετώ)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
compitalia ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
ΚλίσηΕπεξεργασία
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | compitalia | |
γενική | compitalium | |
δοτική | compitalibus | |
αιτιατική | compitalia | |
κλητική | compitalia | |
αφαιρετική | compitalibus | |
ΠηγέςΕπεξεργασία
- compitalia - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.