Ετυμολογία

επεξεργασία
compitalia < compitalis < compitum < competo < cum + peto < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή peth₂- (πέφτω, πετώ)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

compitalia ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική
-
compitalia
γενική
-
compitalium
δοτική
-
compitalibus
αιτιατική
-
compitalia
κλητική
-
compitalia
αφαιρετική
-
compitalibus
(γ' κλίση)