Ουσιαστικό

επεξεργασία

comp (en)

  1. (οικείο) διαγωνισμός για ένα βραβείο (competition)
  2. (οικείο) (ΗΒ) → δείτε τη λέξη  comprehensive (school)
  3. (οικείο) πρόσθετο (complimentary) εισιτήριο ή αντικείμενο
  4. (οικείο) μια εταιρία (company)
  5. (οικείο) ηλεκτρονικός υπολογιστής (computer), ειδικά υπολογιστής γραφείου (desktop computer)

comp (en) (comping)

  1. αμερικανισμός, συντομογραφία του accompany (συνοδεύω), που εκφράζει το ακομπανιαμέντο (ρυθμικό παίξιμο συγχορδιών που συνοδεύει ένα σόλο)