carissimi
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία- ονομαστική και κλητική πληθυντικού του carissimus
- γενική ενικού του carissimus (αρσενικό)
- γενική ενικού, ουδέτερου γένους του carissimus
care |
carius |
carissime
|
care |
carius |
carissime
|