carbonated
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | carbonated |
συγκριτικός | more carbonated |
υπερθετικός | most carbonated |
carbonated (en)
- αεριούχος, ανθρακούχος
- ⮡ a carbonated drink - ανθρακούχο ποτό
Συνώνυμα
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη fizzy