Ετυμολογία

επεξεργασία

caisse < (κληρονομημένο) μέση γαλλική caisse

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kɛs/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
caisse caisses

caisse (fr) θηλυκό

  1. το ταμείο
  2. το κιβώτιο, το κασόνι
  3. (αργκό) το αυτοκίνητο

Συγγενικά

επεξεργασία