caisserie
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
caisserie | caisseries |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcaisserie (fr) θηλυκό
- εργαστήριο, εταιρεία παραγωγής κιβώτιων
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη caisse
ενικός | πληθυντικός |
caisserie | caisseries |
caisserie (fr) θηλυκό