encaissement
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
encaissement | encaissements |
Ουσιαστικό επεξεργασία
encaissement (fr) αρσενικό
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη encaisser
ενικός | πληθυντικός |
encaissement | encaissements |
encaissement (fr) αρσενικό