encaisseur
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
encaisseur | encaisseurs |
Ουσιαστικό επεξεργασία
encaisseur (fr) αρσενικό
- υπάλληλος τράπεζας ή άλλης εταιρίας που εισπράττει χρέη πηγαίνοντας να βρει προσωπικά τους χρεώστες
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη encaisser