encaisse
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
encaisse | encaisses |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαencaisse (fr) θηλυκό
- το χρηματικό ποσό που βρίσκεται μέσα σε ταμείο ή χρηματοφυλάκιο μιας εταιρείας
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη encaisser
ενικός | πληθυντικός |
encaisse | encaisses |
encaisse (fr) θηλυκό