Ετυμολογία

επεξεργασία
bilanx < bi- + lanx

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

bilanx (la) θηλυκό (bĭlanx)

Δείτε επίσης

επεξεργασία
αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική bilanx bilancēs
γενική bilancis bilancum
δοτική bilancī bilancibus
αιτιατική bilancem bilancēs
κλητική bilanx bilancēs
αφαιρετική bilance bilancibus
(γ' κλίση)

  Επίθετο

επεξεργασία

bilanx (la)

ενικός πληθυντικός
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική bilanx bilanx bilanx bilancēs bilancēs bilancia
γενική bilancis bilancis bilancis bilancium bilancium bilancium
δοτική bilancī bilancī bilancī bilancibus bilancibus bilancibus
αιτιατική bilancem bilancem bilanx bilancēs bilancēs bilancia
κλητική bilanx bilanx bilanx bilancēs bilancēs bilancia
αφαιρετική bilancī bilancī bilancī bilancibus bilancibus bilancibus
(Τριτόκλιτα επίθετα)