Ετυμολογία

επεξεργασία
atteinte < atteindre

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.tɛ̃t/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
atteinte atteintes

atteinte (fr) θηλυκό

  1. η επίτευξη
    l'atteinte d'un objectif - η επίτευξη ενός στόχου/σκοπού
  2. η ζημία, η βλάβη, το πλήγμα
    atteinte à l'environnement - βλάβη στο περιβάλλον/περιβαλλοντική ζημία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία