atteinte
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- atteinte < atteindre
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
atteinte | atteintes |
atteinte (fr) θηλυκό
- η επίτευξη
- l'atteinte d'un objectif - η επίτευξη ενός στόχου/σκοπού
- η ζημία, η βλάβη, το πλήγμα
- atteinte à l'environnement - βλάβη στο περιβάλλον/περιβαλλοντική ζημία