Ετυμολογία

επεξεργασία
aquaplane < aqua + -plane (μαρτυρείται από το 1912)[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈæk.wə.pleɪn/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
aquaplane aquaplanes

aquaplane (en)

ενεστώτας aquaplane
γ΄ ενικό ενεστώτα aquaplanes
αόριστος aquaplaned
παθητική μετοχή aquaplaned
ενεργητική μετοχή aquaplaning

aquaplane (en)

  1. (αμετάβατο, βρετανικά αγγλικά) κάνω υδρολίσθηση
     συνώνυμα: hydroplane (αμερικανικά αγγλικά)
  2. (καθομιλουμένη) γλιστράω

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. aquaplane, στο λεξικό Merriam-Webster