Ετυμολογία

επεξεργασία
antaŭadamulo < antaŭ + Adam(o) + ulo

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική antaŭadamulo antaŭadamuloj
αιτιατική antaŭadamulon antaŭadamulojn

antaŭadamulo (eo)

  • που πιστεύει ότι ο Αδάμ δεν ήταν ο πρώτος άνθρωπος αλλά ότι υπήρχαν άλλοι πριν από αυτόν

Άλλες γραφές

επεξεργασία