antaŭjuĝo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | antaŭjuĝo | antaŭjuĝoj |
αιτιατική | antaŭjuĝon | antaŭjuĝojn |
antaŭjuĝo (eo)
Άλλες γραφές
επεξεργασία- antaujugho στο H-sistemo
- antauxjugxo στο X-sistemo