juĝo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | juĝo | juĝoj |
αιτιατική | juĝon | juĝojn |
juĝo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | juĝo | juĝoj |
αιτιατική | juĝon | juĝojn |
juĝo (eo)