Ετυμολογία

επεξεργασία
aerugo < aes (χαλκός), από θέμα aer- + -ūgō. Κατά το σχήμα ferrum > ferrugo

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

aerugo (la) θηλυκό -inis

  1. χαλκοσκουριά, σκουριά χαλκού
  2. (+ γενική ουσιαστικού) σκουριά (άλλου μετάλλου)
    ⮡  aerugo auri, argenti (σκουριά χρυσού, αργύρου)
  3. (μεταφορικά) ζήλια, εμπάθεια
αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική aerugo aeruginēs
γενική aeruginis aeruginum
δοτική aeruginī aeruginibus
αιτιατική aeruginem aeruginēs
κλητική aerugo aeruginēs
αφαιρετική aerugine aeruginibus
(γ' κλίση)