ενικός         πληθυντικός  
administratrix administratrices / administratrixes

  Ετυμολογία

επεξεργασία
administratrix < άμεσο δάνειο από τη μεσαιωνική λατινική administrātrīx[1] ή από τη νεολατινική administrātrīx[2] < λατινική administrātor (διευθυντής, διαχειριστής) < administrō (διαχειρίζομαι, κυβερνώ). (μαρτυρείται από το 1561)[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ædˌmɪnɪsˈtɹeɪˌtɹɪks/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

administratrix (en)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 administratrix - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)
  2. administratix - The Century Dictionary Online