acroissement
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
acroissement | acroissements |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαacroissement (fr) αρσενικό
- η αύξηση
- (παρωχημένο) η ανάπτυξη
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη accroître
ενικός | πληθυντικός |
acroissement | acroissements |
acroissement (fr) αρσενικό