ενικός         πληθυντικός  
acroissement acroissements

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

acroissement (fr) αρσενικό

  1. η αύξηση
     συνώνυμα: augmentation, hausse, progression
  2. (παρωχημένο) η ανάπτυξη
     συνώνυμα: croissance, développement

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία